ετερογενής

ετερογενής
-ές (ΑΜ ἑτερογενής, -ές)
1. αυτός που ανήκει σε άλλο γένος («ετερογενή ζώα»)
2. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή, αλλοεθνής
3. αυτός που δεν αποτελείται από τα ίδια στοιχεία ή τις ίδιες ιδιότητες, ο ανάμικτος, ο ανομοιόμορφος («ετερογενές φορτίο»)
4. φρ. γραμμ. «τα ετερογενή ονόματα» — ονόματα που μεταβάλλουν το γένος κατά την κλίση τους (π.χ. ως αρσ. στο εν. και ως ουδ. στον πληθ.: δάκτυλος, δάκτυλοι και δάκτυλα)
νεοελλ.
1. κάθε ον τού οποίου τα μέρη παρουσιάζουν ποικίλες διαφορές (ιδίως στην κατασκευή και στη λειτουργία)
2. φρ. α) «ετερογενής προσδιορισμός» — συντακτικός τρόπος κατά τον οποίο ο προσδιορισμός όρου τής πρότασης διαφέρει κατά γένος από τη λέξη την οποία προσδιορίζει («το όρος Όλυμπος»)
β) «ετερογενές φως» — φως που αποτελείται από ακτινοβολίες διαφόρων μηκών κύματος
γ) «ετερογενές σώμα» — σώμα που δεν παρουσιάζει σε όλη του την έκταση τις ίδιες φυσικές και χημικές ιδιότητες
αρχ.
1. διάφορος
2. (για ενδύματα) αυτός που έχει κατασκευαστεί με διάφορα υλικά
3. γραμμ. α) αυτός που ανήκει σε διαφορετικό γραμματικό γένος
β) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερογενές
η αλλαγή γένους στο σχήμα «κατά το νοούμενον»
4. φρ. «μόρια ετερογενή» — μόρια που δεν συναρμόζονται, αταίριαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. και μσν. τ. ετερογενής < ετερο-* + -γενής (< γένος) πρβλ. α-γενής, γη-γενής, ενώ ο νεοελλ. τ. είναι αντιδάνειο < αγγλ. heterogenous < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -genous (πρβλ. γένος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἑτερογενής — of different kinds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογενῆ — ἑτερογενής of different kinds neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑτερογενής of different kinds masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑτερογενής of different kinds masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογενές — ἑτερογενής of different kinds masc/fem voc sg ἑτερογενής of different kinds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγα φυτά — Ετερογενής φυτική ομάδα που αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα και ενδιαφέροντα φαινόμενα της βοτανικής. Αν και διαθέτουν χλωροφύλλη, είναι δηλαδή αυτότροφα φυτά, έχουν παρόλα αυτά την ικανότητα να απορροφούν άζωτο σε οργανική μορφή, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ἑτερογενοῖν — ἑτερογενής of different kinds masc/fem/neut gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογενοῦς — ἑτερογενής of different kinds masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογενέσι — ἑτερογενής of different kinds masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογενέσιν — ἑτερογενής of different kinds masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερογενῶς — ἑτερογενής of different kinds adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλυση — Φαινόμενο κατά το οποίο μικρή ποσότητα μιας ξένης ουσίας, η οποία καλείται καταλύτης, αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης (θετική κ.) ή την ελαττώνει (αρνητική κ.). Οι καταλύτες δρουν σε ελάχιστες ποσότητες και δεν μετέχουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”